- ιύζω
- ἰύζω (Α)1. φωνάζω δυνατά για να διώξω τα ζώα («οἱ δ' ἰύζοντες ἕποντο», Ομ. Οδ.)2. κραυγάζω από λύπη ή πόνο («ἴυξεν ἀφωνήτῳ ἄχει», Πίνδ.)3. βουίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. σχηματισμένο πιθ. από το επιφώνημα ἰύ, μολονότι θα μπορούσε να αποτελεί και υποχωρητικό παρ. τού ρ. ἰύζω. Η λ. μαρτυρείται άλλοτε με μακρό ἰ- και άλλοτε με βραχύ.ΠΑΡ. ιυγή, ίυγμα, ιυγμός, ιυκτής].
Dictionary of Greek. 2013.